Επισκέπτες του χώρου μας

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Μαγαρισιὲς σὲ σχολικὸ βιβλίο: «Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιά μου κάπνιζε τὸ μαῦρο της ποῦρο»





Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος - Κιλκὶς
«Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιά μου κάπνιζε τὸ μαῦρο της ποῦρο, ἐνῶ ἐγὼ μισοκοιμόμουν μακάρια στὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της». (Ἀνθολόγιο Λογοτεχνικῶν Κειμένων, Ε’-Στ’ Δημοτικοῦ, σέλ. 85).
Τὸ ἔχω ξαναγράψει καὶ ξανατονίσει ὅτι ὅλοι οἱ εἰδικοὶ καὶ ἐπιστήμονες ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν γλώσσα καὶ τὴν διδακτική της, γνωρίζουν πὼς δὲν ὑπάρχουν ἀθώα παραμυθάκια καὶ ὅτι κάθε γλωσσικὸ κείμενο-κυρίως αὐτὰ ποὺ ἀπευθύνονται σὲ ἀνώριμα καὶ ἀθώα παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ-ἀκόμα καὶ ἕνα πρόβλημα μαθηματικῶν, προάγει συγκεκριμένες ἀξίες καὶ στάσεις ζωῆς.
Τὸ παραπάνω κείμενο, τὸ ὁποῖο «καμαρώνει» στὸ Ἀνθολόγιο τῆς Ε’ καὶ Στ’ Δημοτικοῦ σχολείου, ποιὰ ἀξία προβάλλει; Τὸ κάπνισμα μαύρων πούρων Ἀβάνας; Διότι, βεβαίως, οἱ οἰκογένειες τῶν παιδιῶν μᾶς μαῦρα πούρα καὶ χαβιάρια ἀπολαμβάνουν στὰ σπίτια τους, γιὰ νὰ λησμονήσουν τὰ πάθια καὶ τοὺς καημούς τους, τούτη τὴν μνημονιακὴ ἐποχή.
Μήπως «νὰ ἐγκωμιάσει» τὸ ἱερὸ καὶ πολυτιμότατο γιὰ πολλὰ παιδιά, πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς, τῆς δεύτερης μάνας τους; Δὲν εἶναι πρόστυχη καὶ παρανοϊκὴ ἡ εἰκόνα μιᾶς γιαγιᾶς, ποῦ καπνίζει ἀρειμανίως μαῦρα πούρα, ἐνῶ τὸ παιδὶ κοιμᾶται στὴν ἀγκαλιά της;
Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα ποῦ διατηροῦμε ἀνεξάλειπτα στὴ μνήμη μας ἀπὸ τὶς γιαγιάδες μας;
Δὲν ἀμαυρώνει τὴν μορφή της, δὲν τὴν ἐξευτελίζει στὴ συνείδηση τῶν παιδιῶν, ἡ ἐλεεινολογία τοῦ βιβλίου; Θυμᾶμαι πάντα μὲ συγκίνηση τὶς μακαρίτισσες γιγιάδες μου. Μία ἐκοιμήθη πρὶν ἀπὸ....
λίγα χρόνια. Φοροῦσε πάντοτε μαῦρα. Ὁ πατέρας της «ἔπεσε» στὴν Μικρασία τὸ ’22. Ὅπως διηγοῦνταν συμπολεμιστές του, τοὺς περικύκλωσαν οἱ Τοῦρκοι, αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ παραδοθεῖ καὶ ἔφυγε καλπάζοντας. Δηλώθηκε ἀγνοούμενος. Ἡ γυναίκα του, ἡ προγιαγιά μου, δὲν ξαναπαντρεύτηκε τὸν περίμενε ὁλοζωῆς. «Ἀρχαῖος ἄνθρωπος», «παλαιός των ἡμερῶν», ἔλαμπε τὸ πρόσωπό της ἀπὸ εὐγένεια καὶ καθαρότητα ψυχῆς. Πέθανε ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καὶ εἰρηνικὰ στὸν ὕπνο της, τὸ 1985, ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Παναγίας μας. Ἡ γιαγιά μου, τὸ μοναχοπαίδι της, παντρεύτηκε, ἀλλὰ δοκίμασε κι αὐτὴ τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς χηρείας. Ὁ ἄντρας της σκοτώθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ ’41, πάνω στὰ βουνὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἄγνωστος στρατιώτης, κόκαλα ἱερά, ποὺ «τρίζουν» γιὰ τὴν τωρινὴ κατάντια μας, γιὰ αὐτὲς τὶς μαγαρισιές, ποὺ ὅλο αὐτὸ τὸ σκορποχώρι τῶν ἀρρίζωτων κατεργαρέων προώθησε στὰ βιβλία τῶν παιδιῶν μας.
Νὰ σημειώσω κάτι παρενθετικὰ γιὰ τὴν προγιαγιά. (Ζητῶ συγγνώμη γιὰ τὸν προσωπικὸ τόνο, ἀλλὰ τὶς προάλλες ποὺ ἄνοιξα τὸ Ἀνθολόγιο, ἔπεσε τὸ μάτι μου στὸ γλωσσικὸ ἀπορριγμα καὶ «κάπνισαν τὰ μάτια μου» ἀπὸ ὀργὴ-καὶ ὄχι τὸ ποῦρο-ποὺ λέει καὶ ὁ Μακρυγιάννης).
Οἱ μουσουλμάνοι τὶς γυναῖκες τὶς θεωροῦν περίπου ἔμψυχα ἐργαλεῖα, κυρίως γιὰ σεξουαλικὴ ἱκανοποίηση. «Οἱ γυναῖκες σᾶς εἶναι ἕνα κτῆμα γιὰ νὰ τὸ καλλιεργήσετε, ἐλᾶτε καλλιεργῆστε τὶς γυναῖκες ὅπως θέλετε» διαβάζουμε στὴ «σούρα» 2,223 τοῦ Κορανίου. «Νὰ ἐπιπλήττετε τὶς γυναῖκες, τῶν ὁποίων νὰ φοβάστε τὴν ἀνυπακοή», νὰ τὶς «περιορίζεται στὰ μέρη ποὺ κοιμοῦνται» στὴν ἀνάγκη ἀκόμη καὶ νὰ «τὶς χτυπᾶτε».(Στίχος 34 τῆς σούρας-ἔτσι ὀνομάζονται τὰ κεφάλαια τοῦ Κορανίου-γιὰ τὶς γυναῖκες, τῆς «Αν-Νισά»). Γι’ αὐτό, κατὰ 95% περίπου, οἱ πρόσφυγες καὶ οἱ λαθρομετανάστες, ποὺ καταφθάνουν στὴν πατρίδα μᾶς εἶναι ἄντρες…
Γιὰ νὰ ἐπανέλθω, ἡ προγιαγιά μου εἶχε γεννηθεῖ τὸ 1890 περίπου στὸν Μοσχοπόταμο Πιερίας, ὅταν ἀκόμη βιώναμε τὴν «θαυμαστὴ τάξη» τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπως ἔγραφε ἡ «χαριτόβρυτος» κ. Ρεπούση στὸ κουρελούργημά της καὶ ἡ κ. Ἀναγνωστοπούλου ἐπικροτοῦσε. Στὸ μεσόφρυδό της εἶχε χαραγμένο ἕναν μικρὸ γαλάζιο σταυρό, ἀνεξίτηλο, ἐν εἴδει δερματοστιξίας (τατουὰζ ἑλληνιστί). Τὸ ἴδιο ἔκαναν ὅλα τα κορίτσια τοῦ χωριοῦ, τὰ βαπτισμένα. Γιατί; Γιὰ νὰ ἀποτρέπουν τοὺς Τούρκους. Στὸ χωριὸ ὑπῆρχε σταθμὸς τουρκικῆς χωροφυλακῆς, ζαπτιέδες ὅπως τοὺς ἔλεγαν. Δὲν τὸ εἶχαν σὲ τίποτε νὰ τὶς ἁρπάξουν ἀπὸ τὸν δρόμο. «Οἱ κοπέλες», ἔλεγε «βάζαμε τὰ πιὸ παλιά μας φουστάνια καὶ κουκουλωνόμαστε καὶ καταχωνόμαστε γιὰ νὰ μὴν μᾶς δεῖ τὸ μάτι τὸ πόρνο τοῦ Τούρκου». Ἡ ὀμορφιὰ τότε ἦταν κατάρα... Στὸ συναξάρι τῆς ἁγίας Χρυσῆς, τῆς «νέας παρθενομάρτυρος καὶ νύμφης ἀμιάντου το ἐπουρανίου Βασιλέως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ», διαβάζουμε: «Τὶς τῶν ἐκεῖ Τούρκων, βλέπων αὐτὴν τοσούτον ὡραίαν καὶ πάγκαλον, ἐτρώθη εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ σατανικὸ ἔρωτα, παρετήρη νὰ εὔρη κατάλληλον καιρόν, διὰ νὰ τελέση τὸν κακὸν σκοπὸν ὅπου ἐμελέτα». Τὴν ἅρπαξε ὁ μιαρός, ἀλλὰ ἡ «ἀρρενόφρων καὶ μεγαλόψυχος» ἁγία Χρυσή, «πάσχουσα πάνδεινα βάσανα» καὶ μαρτύρια δὲν ἐκάμφθη καὶ τὴν «ἐκρέμασαν εἰς μίαν ἀγριαπιδέαν», στὶς 13 Ὀκτωβρίου τοῦ 1795. Αὐγὰ γιὰ νὰ ξέρουμε τί μᾶς περιμένει τὰ ἑπόμενα χρόνια. (Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἁγία ἀπὸ τὸν «Μέγα Συναξαριστὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» 1950, τόμ. Ι).
Στὸ Ἀνθολόγιο, μετὰ τὸ τέλος τοῦ κειμένου, (εἶναι κάποιου Ἄγγλου ὀνόματι Ρόαλντ Ντάλ), χάσκει καὶ μιὰ ἐρώτηση-δραστηριότητα. Διαβάζω: «Ἃς ὑποθέσουμε ὅτι μιὰ μάγισσα σᾶς μεταμορφώνει σὲ μικρὸ ζῶο ἢ σὲ κάποιο ἄλλο πλάσμα. Μπορεῖτε νὰ περιγράψετε τὴν καινούργια ζωή σας καὶ νὰ μιλήσετε γιὰ τὴν συμπεριφορά σας καὶ τὶς νέες σας σχέσεις ποῦ θὰ συνάψετε;». («Θέ μου τί λέπομεν στὶς μέρες μᾶς» ἀναφωνοῦσε μὲ σπαραγμὸ ὁ Μακρυγιάννης καὶ ἐπαναλαμβάνουμε κι ἐμεῖς!!).
Τὸ ζῶο τὸ καταλαβαίνω-«ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ»-ἀλλὰ τὸ «ἄλλο πλάσμα», τί εἶναι; Ἐξωγήινος, κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς «ποῦ κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας», ὅπως νυχθημερὸν οὐρλιάζει ὁ γνωστὸς τηλεοπτικὸς κοτσανολόγος;
Τέλος πάντων. Ἄλλος εἶναι ὁ στόχος. Ἡ προσβολὴ τῆς οἰκογένειας, ἡ ἀποκαθήλωση ἱερῶν γιὰ τὰ παιδιὰ προσώπων, ὅπως οἱ παπποῦδες του. (Καὶ εἶναι λυπηρό, λυπηρότατο «μοδέρνες» γιαγιάδες, ἀντὶ νὰ διηγοῦνται στὰ ἐγγόνια τοὺς «παλιὲς ἱστορίες», νὰ τὰ ἐντάσσουν στὸ παρελθὸν-αὐτὴ εἶναι ἡ βασικότατη ἀποστολὴ τῆς Παιδείας-νὰ κάθονται μαζί τους καὶ νὰ παρακολουθοῦν ἀποχαυνωμένες τὶς δόλιες τουρκοσειρές).
Νὰ κλείσω μὲ ἕνα κείμενο τοῦ Κόντογλου. 50 χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὸν θάνατό του. Προειδοποιοῦσε γιὰ τὸν ἐθνικό μας ξεπεσμό, ἀλλὰ ποιὸς τὸν ἄκουγε;
«Κάντε σταυροφορία νὰ γίνει πάλι ρωμαιϊκη ἡ πατρίδα σας, γιατί ἀλλιῶς κοντὰ εἶναι ἡ μέρα ποὺ θὰ εἶναι ἀργά, γιατί ὁ λεβαντινισμός, ποὺ σπάρθηκε, πάει νὰ ριζώσει. Καὶ ἐπειδὴ οἱ “μορφωμένοι” μᾶς θέλουνε νὰ περνᾶνε γιὰ Εὐρωπαῖοι, ὁ σπόρος αὐτὸς θὰ φυτρώσει κι ὁ λαὸς θὰ ἀποχρωματισθεῖ ἀπὸ τὸν φυλετικὸ χαρακτήρα του. Βυζαντινὴ μουσικὴ σ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Δημοτικὰ τραγούδια στὰ γλέντια τοῦ λαοῦ. Ἰδοὺ ἡ Ρόδος ἰδοὺ καὶ τὸ πήδημα. Τ’ ἄλλα εἶναι φιλολογίες. Ὁ ἐκδυτικισμὸς τῆς φυλῆς μας, ποὺ γίνεται ἀπὸ παπάδες νεραϊδοπαρμένους κι ἀπὸ τοὺς ἀνεύθυνους μοντέρνους κάθε γωνιᾶς τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ σταματήσει. Νὰ ἀγώνας μιὰ φορά!...».
(Δημ. Ἀστερινού: «Ὁ Κόντογλου στὸν Μυστρά», Κριτικὰ Φύλλα, σέλ. 238).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου