Επισκέπτες του χώρου μας

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015


Τὸ ’40 στὰ σχολικὰ βιβλία Γλώσσας: δειλία, ἠττοπάθεια καὶ διασυρμὸς τοῦ Ἔπους!



Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος - Κιλκὶς

Ὅσο παραμένει, στὰ σχολικὰ βιβλία,  ἡ μαγαρισιά,  ποὺ ἀτιμάζει τὴν ἐπέτειο, θὰ ἐπιμένουμε στὴν ἐπισήμανσή της. Τὸ παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε πέρυσι στὸ περιοδικὸ «ΑΦΥΠΝΙΣΗ» τῆς ἱερᾶς μονῆς  ἁγίου Νικοδήμου στὸ ὅρος Πάικο τοῦ Κιλκίς.
Στὸν πανηγυρικὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, στὶς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960, ὁ μεγάλος μας λογοτέχνης Στρατὴς Μυριβήλης, μεταξὺ τῶν ἄλλων σπουδαίων ἀνέφερε καὶ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, ποὺ διαδραματίσθηκε, ὄχι «στὸ διάσελο τῆς Ἱστορίας» (Βρεττάκος), στὶς ἀετοράχες τῆς Πίνδου, ἀλλὰ στὰ μετόπισθεν, ὄπου ἀπόλεμος πληθυσμὸς τῆς πατρίδας μας συναγωνιζόταν τὴν ἀνδρεία τῶν μαχητῶν. Τὸ μεταφέρω:
«Εἶχε ὀργανωθῆ, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγώνα ὑπηρεσία μεταγγίσεως... αἵματος, ἀπ’ τὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα καὶ ἕνα φίλο γιατρό, σ’ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, λοιπὸν πήγαινα κάπου-κάπου νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ τὰ ποῦμε. Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρὰ κάθε μέρα γιὰ νὰ δώση τὸ αἷμα του γιὰ τοὺς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιὰ ποὺ περίμεναν τὴ σειρά τους. Μία μέρα, λοιπόν, ὁ ἐπὶ τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στὴν σειρὰ τῶν αἱμοδοτῶν ποὺ....

περίμεναν, νὰ στέκεται καὶ ἕνα γεροντάκι.

-Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;
Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
-Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νὰ δώσω αἷμα.
Ὁ γιατρὸς τὸν κοίταξε αὐστηρὰ μὲ ἀπορία καὶ συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τὸ δισταγμό του. Ἡ φωνὴ του ἔγινε πιὸ ζωηρή.
-Μὴ μὲ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τὸ αἷμα μου εἶναι καθαρό, καὶ ἀκόμα ποτές μου δὲν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πὼς οἱ δύο πῆγαν ἀπὸ αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στὴ γυναίκα μου, θὰ ‘ναι κι ἄλλοι πατεράδες, ποὺ μπορεῖ νὰ χάσουν τὰ παλληκάρια τους, γιατί δὲ θὰ ‘χουν οἱ γιατροὶ μας αἷμα νὰ τοὺς δώσουν. Νὰ πάω νὰ δώσω κι ἐγὼ τὸ δικό μου. Ἄιντε, πήγαινε, γέρο μου μοῦ εἶπε κι ἂς εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν μας. Κι ἐγὼ σηκώθηκα κι ἦρθα». («Ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940», πανηγυρικὴ λόγοι ἀκαδημαϊκῶν, ἐπιμέλεια Πέτρος Χάρης, Ἀθήνα 1978, σ. 322).
Τί μεγάλη ψυχὴ ὁ γέροντας τῆς ἱστορίας! Τρεῖς γιοὺς καί… χαλάλι τῆς πατρίδας! Προσθέτει ἕνα νέο στοιχεῖο τούτη ἡ διήγηση, ὅπως τὸ γράφει ὁ Μυριβήλης: Ἀνδρείους μπορεῖ νὰ βγάλει κάθε πατρίδα. Ἁγίους ὅμως μόνον αὐτὲς ποὺ καταυγάζονται ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει -θέλουν δὲν θέλουν οἱ ἐκκλησιομάχοι- σ’αὐτὴν τὴν ἐκλεκτὴ μερίδα!

Γιορτάζουμε τοῦ «ΟΧΙ», τρία γράμματα, μία ἐλαχιστότατη λέξη ποὺ περικλείει μέσα της τὸ μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας!! Μὲ τὰ «ΟΧΙ» ἀνήλθαμε στὶς κορυφὲς τῆς δόξας!! Μὲ τὰ «ΝΑΙ» καὶ τὶς προδοσίες τῶν διαχρονικῶν Νενέκων (ἢ μήπως Ναιναίκων;) μᾶς σαβάνωσε ἡ ντροπὴ καὶ ἡ ὑποτέλεια. Θὰ ξεδιπλωθοῦν καὶ οἱ σημαῖες στὰ μπαλκόνια τῶν σπιτιῶν -ὅσων καίγονται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ «ἱερὸ πανὶ» καὶ ὄχι ὅσων τὶς καῖνε- θὰ ἀκούσομε καὶ τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο, ποὺ δὲν εἶναι ὕμνος εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν. Γιὰ τὸν ἐθνικό μας ποιητὴ εἶναι ἀξεδιάλυτα - ἕνα αὐτὰ τὰ δύο. Καὶ λέγεται πώς, ὅταν τὸ 1826 ὁ τότε πρωθυπουργὸς τῆς Ἀγγλίας, Κάνιγκ, διάβασε τὸν Ὕμνο τοῦ Σολωμοῦ, συγκλονίστηκε καὶ συνέταξε τὸ Πρωτόκολλο μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνώριζε τὸν αἱμόφυρτο τόπο μας ὡς κράτος. Γιατί οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου συναγάγουν συμπεράσματα γιὰ τὴν πολιτική τους, ὄχι μὲ κριτήριο τὴν «ἑτοιμότητα ὑποκλίσεων», ἀλλὰ μὲ κριτήριο τὴν ἀποφασιστικότητα τῶν λαῶν καὶ τῶν κυβερνήσεών τους, νὰ ὑπερασπίσουν τὴν ἐθνική τους ἀξιοπρέπεια μὲ θυσίες καὶ μὲ τὸ αἷμα τους, ἂν χρειαστεῖ!

Τὸ ’40 νικήσαμε γιατί ὁ λαὸς καὶ οἱ μαχητὲς του μέθυσαν μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ’21. Γιατί ἔβλεπαν τὴν Παναγία νὰ περπατᾶ πάνω στὰ χιόνια, γιατί ντρέπονταν νὰ ντροπιαστοῦν!
Στὴν τότε ἐφημερίδα «Πρωΐα» δημοσιεύτηκε ἐπιστολὴ μίας μάνας χήρας ἀπὸ τὰ Μέγαρα, ποὺ μόλις εἶχε λάβει τὸν πολεμικὸ σταυρὸ ἀνδρείας τοῦ σκοτωμένου γιοῦ της. (Δὲν πῆγαν νὰ σκοτώσουν ἐκεῖνα τὰ παιδιά, πῆγαν νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν πατρίδα τους!). Ἔγραφε ἡ χαροκαμένη μάνα στὴν ἐπιστολή: «Ὁ Δημητρός μου, ὁ μοναχογιός μου, προστάτης τῶν τριῶν κοριτσιῶν μου, ἔπεσε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος. Χαλάλι τῆς πατρίδος ὁ Δημητρός μου. Ἂς ἤτανε νὰ πέθαινα κι ἐγὼ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω ἡ Ἑλλάς». Τέτοιοι γονεῖς ποὺ χαλάλιζαν τὰ παιδιά τους στὴν πατρίδα, ἀνάγκασαν σοφό τῆς ἐποχῆς νὰ ἀναφωνήσει: «Βγάλτε τὰ στεφάνια τῆς νίκης ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν στρατιωτῶν μας καὶ φορέστε τα στὰ κεφάλια τῶν γονιῶν τους»!

Καὶ ὅταν φύγει τὸ ψευτορωμαίικο, ὅπως τὸ ἔλεγε ὁ Πατροκοσμᾶς, τὸ λυμφατικὸ χαρτοβασίλειο τοῦ «ΝΑΙ» ποὺ ζοῦμε τώρα καὶ ἔλθει τὸ πραγματικὸ ρωμαίικο καὶ ἀποκτήσουν τὰ παιδιά, οἱ μαθητές μας τὰ βιβλία ποὺ πρέπει, τέτοια θὰ διαβάζουν, μὲ τέτοια παραδείγματα θὰ γαλουχοῦνται καὶ θὰ μορφώνονται.

«Ὅταν θ’ ἀνθίσουν τοῦτοι οἱ τόποι
ὅταν θὰ ‘ρθουνε καινούργιοι ἄνθρωποι
θὰ συνοδεύσουν τὴν βλακεία.
στὴν τελευταία της κατοικία».
(Ν.Γκάτσος)

Γιατί σήμερα ἡ βλακεία, ἡ προδοσία καὶ ἡ δειλία κυριαρχοῦν στὰ «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης», ποὺ τὰ ὀνομάζουν εὐφημιστικῶς βιβλία Γλώσσας! Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ἀπὸ ἱδρύσεως τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, ποὺ δὲν σέβονται οἱ συγγραφικὲς ὁμάδες καὶ παρέες τοῦ ὑπουργείου πρώην ἐθνικῆς καὶ νῦν νεοταξικῆς ἐκπαίδευσης τοὺς ἀγῶνες, τὶς ἐπετείους τοῦ λαοῦ μας!

Συγκεκριμένα:
Στὴν Γ’ Δημοτικοῦ, στὸ α’ τεῦχος τοῦ βιβλίου Γλώσσας, σελ.79, τὸ ἀφιέρωμα στὸ Ἔπος τοῦ ’40, περιορίζεται στὴ ἑξῆς ἀναφορά: «Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τῆς Ροζίνας, μιᾶς δεκάχρονης ἑβραιοπούλας ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὀκτώβριος 1940: Τὴ Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940 δὲν πήγαμε σχολεῖο. Εἶχε κηρυχτεῖ ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος. Ἀναστατωμένα ἤμασταν ἐμεῖς τὰ παιδιά. Οἱ Ἰταλοὶ βομβάρδισαν τὴ Θεσσαλονίκη. Στὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα μου γίνηκαν πολλὲς καταστροφές». Καὶ τέλος! Τίποτε ἄλλο! Αὐτὸ μαθαίνουν χιλιάδες Ἑλληνόπουλα γιὰ τὸ Σαράντα! Ἀναστάτωση (ὅπως λέμε «συνωστισμὸς») καὶ καταστροφὴ ἑνὸς ἑβραϊκοῦ μαγαζιοῦ! Σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας, ὅπως στὴν Πάτρα, σκοτώθηκαν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ παιδιὰ ἀπὸ ἰταλικὰ βομβαρδιστικά. Ἔγραψαν γι’ αὐτὸ οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς. Γιατί δὲν συμπεριέλαβαν ἕνα τέτοιο συμβάν;

Τὸ ἑπόμενο ὅμως ἀφιέρωμα τῆς Ἐ’ Δημοτικοῦ εἶναι ἐξοργιστικότατο! Στὴν σελίδα 44 τοῦ α’ τεύχους τοῦ βιβλίου Γλώσσας - δηλητηρίασης τῶν παιδιῶν καὶ μαγαρίσματος τῆς μνήμης περιέχεται κείμενο μὲ τίτλο:
«Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τὸν πόλεμο!» Καὶ ὑπότιτλο: «Κι ἐμεῖς πήγαμε στὸ ὑπόγειο». Καὶ ἀφοῦ κρύφτηκαν στὸ ὑπόγειο, διαμείβονται οἱ ἑξῆς ἄθλιοι διάλογοι:
«Μετὰ γύρισε (ὁ μπαμπὰς) στὴ μανὰ καὶ τῆς εἶπε πώς θὰ τρέξει στὴν τράπεζα νὰ σηκώσει λεφτά. «Δὲν ἔχουμε δραχμή», εἶπε κι ἔφυγε τρέχοντας στὴ σκάλα…». Ὅταν ὁ προκομμένος ὁ μπαμπὰς γύρισε ἀπὸ τὴν τράπεζα ἀπογοητευμένος, γιατί ἡ τράπεζα ἦταν κλειστὴ καὶ δὲν μπόρεσε «νὰ σηκώσει λεφτά», πῆγαν σ’ ἕνα ὑπόγειο, «στῆς κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί τὰ σπίτι της ἔχει ὑπόγειο καὶ τὸ λιακωτὸ της εἶναι τσιμεντένιο καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸ τρυπήσουν οἱ μπόμπες». Καὶ ὁ μπαμπὰς –πρότυπο ἥρωα- πῆρε στὴν ἀγκαλιὰ του τὸν ἀφηγητή, παιδὶ μικρὸ καὶ τοῦ εἶπε:
«-Ἄκη, ἀπὸ σήμερα θὰ γίνεις ἄντρας». Καὶ ὁ Ἄκης, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴν «γενναιότητα» τοῦ πατέρα του, ἀπάντησε:
«Ἐγὼ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δὲν ἤθελα νὰ γίνω σήμερα ἄντρας…». Βεβαίως, γιατί οἱ ἄντρες στρατεύονται καὶ πολεμοῦν! Ἐνῶ ὅσοι δὲν θέλουν νὰ γίνουν ἄντρες, παίρνουν τὸ Ι5 (γιώτα πέντε) χαρτὶ ἀπόλυσης καὶ σπεύδουν στὰ ὑπόγεια καὶ ἄσε τὰ κορόιδα νὰ κατασκοτώνονται γιὰ τὴν τιμὴ τῆς πατρίδας!

Τί κείμενο εἶναι αὐτό; Ποιὸ μήνυμα περνᾶ; Πρὶν σχολιάσω νὰ τονίσω τὸ ἑξῆς: Ὅλοι οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν γλώσσα καὶ τὴν διδακτική της, γνωρίζουν ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀθώα παραμυθάκια καὶ ὅτι κάθε γλωσσικὸ κείμενο, ἀκόμα καὶ ἕνα πρόβλημα μαθηματικῶν, προάγει συγκεκριμένες ἀξίες καὶ στάσεις ζωῆς, πρότυπα δηλαδή.
Τί «προάγει» τὸ προαναφερόμενο σκουπίδι; Πρῶτον: Τὴν δειλία, τὴν ἠττοπάθεια, τὴν ἀφιλοπατρία, τὸ ψεῦδος! Γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ «ἐπίκαιρα» τῆς ἐποχῆς ὅτι τὴν ἡμέρα ποὺ κηρύχθηκε ὁ πόλεμος καὶ ἡ γενικὴ ἐπιστράτευση ὁ λαὸς ξεχύθηκε στοὺς δρόμους πανηγυρίζοντας! Ἔξαρση, ἐνθουσιασμός, φιλοπατρία, πίστη γιὰ τὸ δίκαιο τοῦ ἀγώνα, θάρρος, ἕνα πραγματικὸ γλέντι τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε ἀπηυδήσει ἀπὸ τὶς προκλήσεις τοῦ ἰταμοῦ καὶ ὀλιγόνου Μουσολίνι! Καὶ οἱ μπαμπάδες δὲν κρύβονταν σὰν λαγοὶ στὰ ὑπόγεια οὔτε ἔτρεχαν στὶς τράπεζες! Αὐτὰ τὰ σκέφτονται οἱ Γραικύλοι τῆς σήμερον ποὺ γράφουν τὰ βιβλία! Νὰ γλιτώσουν τὶς καταθέσεις τους καὶ τὰ παλιοτόμαρά τους καὶ ἡ πατρίδα ἂς χαθεῖ! Ἐκεῖνοι οἱ μπαμπάδες, οἱ παπποῦδες μας, ντύνονταν στὰ χακί, καὶ πήγαιναν, «μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη», μπροστά, στὰ μαρμαρένια ἁλώνια τοῦ Γένους! Καλὰ τὸ γράφει ὁ ποιητής:

«Μὲ ζῆλο στὰ σκολειὰ τῆς προδοσίας
τοῦ σάπιου αἰώνα σέπεται ἡ γενιά!».
(Κ.Βάρναλης, «Αἰδώς, Ἀργεῖοι!»)

Σημειωτέον ὅτι στὸ ἴδιο βιβλίο τὸ ἀφιέρωμα γιὰ τὸ «Πολυτεχνεῖο» καλύπτει ἑπτὰ (7) σελίδες! Τὸ ἀφιέρωμα στὸ ’40, πέντε (5)! Τὸ νὰ δίνεται στὴν 17η Νοεμβρίου 1973 ὁ χαρακτήρας μίας ἐθνικῆς ἐπετείου καὶ μάλιστα ἰσάξιας καὶ ἀνώτερης -κρίνοντας ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν σελίδων- εἶναι ἀπὸ τὰ «πρωτότυπα» εὐρήματα τῆς νέας, νεοταξικῆς ἰδεολογίας ποὺ διαπερνᾶ τὰ βιβλία καὶ προβληματικὸ ἀπὸ κάθε ἄποψη, ποὺ δὲν ἔχει καμμία θέση σὲ σχολικὸ βιβλίο! Κι ἂν δὲν κάνω λάθος, τὴ λεγόμενη «γενιὰ τοῦ Πολυτεχνείου», τύπου Δαμανάκη, Λαλιώτη καὶ χιλιάδων ἄλλων «ἀντιστασιακῶν», ἀκόμη τὴν χρυσοπληρώνει ὁ ἑλληνικὸς λαός…

Τὸ ἐξευτελιστικὸ γιὰ τὴν ἱστορία μας κείμενο γιὰ τὸ «ὑπόγειο» χάσκει ἐδῶ καὶ 10 περίπου χρόνια στὰ βιβλία - πανέρια μὲ ὀχιές. Κάποιες ἀντιδράσεις ὑπάρχουν, ὅμως οἱ ἀόρατος αὐθέντες τοῦ τόπου, ποὺ κυκλοφοροῦν σὲ διάφορες «Στοὲς» δὲν συγκινοῦνται. Μᾶς προκαλοῦν, ἕνα ὁλόκληρο λαό, ποὺ ἤπιε προφανῶς τὸ «τρελλὸ νερὸ» (Κόντογλου) τῆς ἀφασίας καὶ τῆς ἀπάθειας, γι’ αὐτὸ καὶ συνεχίζεται τὸ μάθημα γενιτσαρισμοῦ. Οἱ αὐριανοὶ «πορκουάδες» ἑτοιμάζονται…
Νὰ κλείσω «φτύνοντας» τὸ ψεῦδος καὶ τὸ ἀτίμασμα τῆς ἡρωικῆς γενιᾶς τοῦ ’40, παραπέμποντας σὲ ἕνα κείμενο αὐτόπτη μάρτυρα τῆς ἡμέρας ποὺ οἱ Ἰταλοὶ μᾶς κήρυξαν τὸν πόλεμο. Τότε ποὺ ὁ λαός μας, κατὰ τὸ ρυπαρογράφημα, «ἔτρεχε νὰ κρυφτεῖ στὰ ὑπόγεια»:

«Σιγὰ σιγὰ ἡ Ἀθήνα παίρνει τὸ ὕφος τῶν μεγάλων ἐθνικῶν ἑορτῶν, κάτι ποὺ θυμίζει λ.χ. τὰ Ἑκατόχρονα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ πιὸ αὐθόρμητα καὶ πιὸ νεανικά. Καιρὸς θαυμάσιος, καταγάλανος οὐρανός. Πλήθη νέων […] ἔχουν χυθεῖ στοὺς κεντρικοὺς δρόμους, μὲ λάβαρα, σημαῖες, δάφνες, μουσικές. […] Ὁ κόσμος συμμετέχει σ’ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, χειροκροτεῖ, ζητωκραυγάζει. Εἶχα πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια νὰ δῶ τέτοιον ἐνθουσιασμὸ στὴν Ἀθήνα. Αἰσθάνεται κανεὶς ἕνα πάθος μὲς στὸν ἀέρα, ἕνα φανατισμό, μία λεβεντιά. Ξύπνησε τὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο, εἶναι κάτι ὡραῖο. Καὶ μία τέλεια ἐθνικὴ ἑνότητα. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ποὺ αἰσθάνομαι τέτοιαν ὁμόνοια νὰ βασιλεύει στὸν τόπο.
(Γ.Θεοτοκᾶς, Τετράδια Ἡμερολογίου 1939-1953, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου