~ Ο Συμεών Καραούσογλου διηγήθηκε ότι κάποτε πήγε στα Φάρασα ένας Τούρκος λήσταρχος και μπήκε μέσα στον Ναό την ημέρα της Αναστάσεως, ενώ είχε αρχίσει η Θεία Λειτουργία.
Ο Χατζεφεντής μόλις τον είδε αρματωμένο και με τέτοια αναίδεια, τον ειδοποίησε να φύγει έξω γρήγορα. Ο λήσταρχος όμως δεν έδωσε καθόλου σημασία, όπως και ο Πατήρ δεν του είπε τίποτα πια, παρά συνέχισε ατάραχος την Θεία Λειτουργία.
Όταν όμως βγήκε στα Άγια, στην Μεγάλη Είσοδο, ο Τούρκος άρχισε να τρέμει επί τόπου, χωρίς να μπορεί να φύγει έξω, διότι ένοιωθε τον εαυτό του δεμένο με ένα αόρατο δέσιμο. Το έπαθε αυτό, όταν είδε τον Πατέρα Αρσένιο στα Άγια, να μην πατάει στη γη, αλλά να περπατάει στον αέρα.
Αφού λοιπόν μπήκε με τα Άγια στο Ιερό, μετά έκανε ο Πατήρ στον Τούρκο νόημα να φύγει, και τότε ένοιωσε τον εαυτό του λυμένο ο Τούρκος και βγήκε έξω από τον Ναό τρέμοντας και έπεσε σε μια άκρη σαν νεκρός στην γη.
Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία και ο κόσμος όλος σκόρπισε στα σπίτια τους, ένας επίτροπος τον είδε τον λήσταρχο κάτω πεσμένο σε μια άκρη και είπε στον Χατζεφεντή:
-Να έχω την ευχή σου, εκείνος ο Τούρκος είναι πεσμένος κάτω στην γη σαν πεθαμένος. Ο Πατήρ του είπε:
-Καλά.
Όταν τελείωσε και αυτός από το Ιερό και έφευγε, πήγε και τον σήκωσε επάνω, και έτσι μπόρεσε να στηριχθεί στα πόδια του. Αφού του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, είπε στον επίτροπο:
-Δος του πέντε γρόσια, μια που είναι Πάσχα σήμερα.
Έφυγε μετά θεραπευμένος και κατατρομαγμένος και μάζεψε όλους τους Τούρκους (Τσέτες), που είχαν κυκλωμένο το χωριό, και έφυγαν όλοι φοβισμένοι.


από το βιβλίο: «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» (Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος – Σουρωτή Θεσσαλονίκης).