Επισκέπτες του χώρου μας

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Τελικά, ποιος είπε το «ΟΧΙ»;
Ο Μεταξάς ή ο λαός;


Από pentapostagma.gr
Του Δημήτρη Σωτηρόπουλου
 
Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα παγκοσμίως όπου η Ιστορία μας, ειδικά η πιο πρόσφατη, δεν συζητιέται ούτε ξεκαθαρίζεται, αλλά αντίθετα γίνεται πεδίο μάχης, αντιπαράθεσης και σκοπιμοτήτων μεταξύ «ιδεολογιών» και ιδεοληψιών. Έτσι λοιπόν, δεν είναι καθόλου περίεργο που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες της Εθνικής Επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, αντί να ασχολούμαστε με την ΟΥΣΙΑ της μεγάλης Εορτής, δηλαδή τον ηρωισμό όσων πολέμησαν τότε, αναλισκόμαστε σε άλλα…σημαντικά ζητήματα όπως π.χ «ποιος είπε το «Όχι» στους Ιταλούς»!
 
Όπως είπαμε, οι ιδεοληψίες κυριαρχούν. Έτσι, διαστρεβλώνεται η Ιστορία ΣΚΟΠΙΜΑ από ορισμένους, που δεν μπορούν να χωνέψουν το γεγονός πως ο Κυβερνήτης της Ελλάδας τότε, δεν ήταν «δικός τους». Δεν αναγνωρίζουν την ιστορική πραγματικότητα, λόγω των κομματικών τους αγκυλώσεων. Ξεχνούν πως ο πραγματικός πατριώτης πρέπει να εκτιμά το καλό όταν γίνεται, από οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Ειδικά στη σημερινή εποχή των συνεχόμενων «Ναι σε όλα», είναι ΠΡΟΚΛΗΣΗ να καθυβρίζονται όσοι, πιστοί στο χρέος τους, τόλμησαν και είπαν «ΟΧΙ»!
 
Σε όλους αυτούς λοιπόν, αφιερώνουμε τα όσα γράφει παρακάτω ο άνθρωπος που έγινε η αιτία να ακουστεί το περήφανο ελληνικό «ΟΧΙ»: Ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι. Αυτός που παρέδωσε το άνανδρο ιταλικό τελεσίγραφο, με το οποίο ουσιαστικά ξεκίνησε ο πόλεμος. 
 
Ας αφήσουμε λοιπόν να απαντήσει εκείνος, μέσα από το βιβλίο του «Η αρχή του τέλους – η επιχείρηση κατά της Ελλάδος», στο ερώτημα «ΠΟΙΟΣ ΤΕΛΙΚΑ ΕΙΠΕ ΤΟ «ΟΧΙ»». Δεν μπορεί, κάτι παραπάνω θα ξέρει από τον κάθε ανιστόρητο «ιστορικό». Γιατί; Διότι, πολύ απλά, ΗΤΑΝ ΠΑΡΩΝ στα δραματικά γεγονότα:
 
«Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιάς μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δώ τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω Δε της προσπάθειας μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3.Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
-Μεταξάς: Λοιπόν έχουμε πόλεμο.
-Γκράτσι: Όχι απαραίτητα Εξοχώτατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσίν της και θ” αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
-Μεταξάς: Και ποια είναι τα στρατηγικά αυτα σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
-Γκράτσι: Δεν είμαι εις θέσιν να σας ειπώ, Εξοχώτατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με ενημέρωσε…Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
-Μεταξάς: Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αύτη αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
-Όχι, Εξοχώτατε. Είναι τελεσίγραφον.
-Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
-ΟΧΙ! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μία τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί. Πρέπει να ετοιμασθώ,να κατέβω εις τας Αθήνας,να ξυπνήσω τον Βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες, έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα. Η Ιταλία, η οποία δε μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος.
(μετά από μια σύντομη παύση).
Μεταξάς: Πολύ καλά λοιπόν, έχομεν πόλεμον.
Και συνεχίζει ο Γκράτσι στο βιβλίο του:
«Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπεί και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε:
«Vous etes le plus forts» (είσθε οι πιο ισχυροί). Με την σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος μια τουλάχιστο φορά στην ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποία εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματος μου μου φάνηκε σταυρός και όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου