Επισκέπτες του χώρου μας

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Κηδεία ἢ ἀποκαΐδια; Περίφροντις ταχτοποίηση ἢ περιφρονητικὴ «σταχτοποίηση»;





Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος

Ἡ ἑλληνικὴ λέξη «κηδεία» ἑρμηνεύεται στὰ ἔγκυρα λεξικὰ ὡς «ἐκφορὰ νεκροῦ, ταφή, ξόδι», ὅπου «ξόδι» σημαίνει ἔξοδος, (ἐξ – ὁδεύω) δηλαδή, ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ γιὰ τὴν ἄλλη. Λέξη τοῦ γλωσσοπλάστη λαοῦ, ἡ ὁποία ταυτίζεται νοηματικὰ μὲ τὴν ὀνομασία: «Ἐξόδιος Ἀκολουθία», ὅπως τὴν ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία. Τὸ δὲ ρῆμα «κηδεύω» σημαίνει στὴν πρώτη του ἔννοια φροντίζω, κατόπιν ἐνταφιάζω καὶ ἐπίσης δίνω σὲ γάμο. Ἀκόμη καὶ τὸ ρῆμα «κήδω, κήδομαι» ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ φροντίζω. Οὕτως ἢ ἄλλως ὅμως καὶ τὰ δυὸ ρήματα ἐτυμολογικὰ παράγονται ἀπὸ τὴ λέξη «κῆδος», ποὺ σημαίνει «φροντίδα».
Ἀπὸ τὶς λίγες αὐτὲς λεξιλογικὲς ἀναλύσεις φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ἡ λέξη κηδεία δὲν εἶναι καὶ δὲν σημαίνει ἁπλῶς μιὰ τυπικὴ θρησκευτικὴ τελετουργία, ἀλλὰ ἔχει βαθύτερη φιλάνθρωπη πνευματικὴ διάσταση, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ φυσικὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ θεμελιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. 
Ἡ φροντίδα καὶ ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν εἶναι πανάρχαιο ἔθιμο τῶν πολιτισμένων λαῶν. Στηρίζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πίστη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπὸ....

γῆ «καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσεται». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, φροντίζει μὲ ἀκρίβεια τὰ τῆς ταφῆς, δίνοντας βαρύτητα στὴν ἱερότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, κατὰ τὴν χριστιανικὴ δογματικὴ διδασκαλία. Ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ «μακροχρόνιον ἱερὸν ἔθος», τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τήρησε. 
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν δική της Παράδοση. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τὴν τακτοποίηση τοῦ νεκροῦ. Μὲ σεβασμὸ στὸ νεκρὸ σῶμα ἀποδίδονται ὅλες οἱ τιμές, μέχρι νὰ γίνει ἡ ταφὴ καὶ νὰ κλειστεῖ ὁ τάφος. Φροντίδα μὲ ἀπόλυτη σχολαστικότητα πολλὲς φορές, μὲ ὅλες τὶς προπεμπτήριες ὑποχρεώσεις γιὰ τὸ τελευταῖο ταξίδι.
Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ τάφος συνεχίζει νὰ εἶναι γιὰ πολὺν καιρὸ τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀγαπητῶν προσώπων τοῦ νεκροῦ. Εἶναι τόπος προσκυνήματος καὶ ἐπικοινωνίας μὲ αὐτόν. Προσφέρει παρηγοριά, ἀνάπαυση καὶ ἐλπίδα στὶς ψυχὲς τῶν συγγενῶν καὶ φίλων. Ὅλα αὐτὰ γίνονταν καὶ συνεχίζουν νὰ γίνονται κατὰ τὴ φυσικὴ κλίση καὶ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι τύπος. Εἶναι βαθιὰ ἀνθρώπινη ἀνάγκη, καθιερωμένη ἀπὸ αἰώνων. 
Ἐκτὸς αὐτοῦ οἱ ἐπισκέψεις στοὺς τάφους καὶ τὰ κοιμητήρια γενικὰ δὲ μένουν στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς ἁπλοῦ περιπάτου γιὰ ψυχικὴ ἀνακούφιση. Ἡ παρουσία τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ στὸν τάφο καὶ στὸ κοιμητήριο εἶναι προσευχητική. Συνηθίζουμε στὸν τάφο νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων μας. Μάλιστα ὄχι μόνο τῶν δικῶν μας ἀλλὰ καὶ ὅλων ὅσοι εἶναι ἐνταφιασμένοι ἐκεῖ καὶ «πάντων τῶν ἀπ` αἰώνων τῷ Θεῶ εὐαρεστησάντων».
Ὅταν ἡ ἐπίσκεψη στὰ κοιμητήρια συνοδεύεται ἀπὸ τὴ μνήμη τῆς τελευταίας εἰκόνας, ἐκείνης ποὺ ὁ νεκρὸς τοποθετοῦνταν στὸν τάφο, γεννιέται μέσα στὴν ψυχὴ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας του καὶ ἡ παρηγοριὰ εἶναι μεγάλη. Γι` αὐτὸ βλέπουμε πολλὲς φορές, κυρίως γυναῖκες, λόγω τοῦ εὐαίσθητου συμπαθητικοῦ, νὰ κλαῖνε ἀλλὰ καὶ νὰ «συνομιλοῦν» πάνω ἀπὸ τὸν τάφο. Ναί, γὶ` αὐτὲς ἡ «συνομιλία» εἶναι πραγματική. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο εἶναι μιὰ ζῶσα κατάσταση, ποὺ καταπραΰνει τὶς πληγές, δίνει ἀνακούφιση στὸν πόνο καὶ στέλνει ἀχτίδες παρηγοριᾶς στὴν καρδιά. Δὲν εἶναι λοιπὸν τυχαία ὅλα αὐτὰ οὔτε κατάλοιπα καθυστερημένων μυαλῶν ἄλλων ἐποχῶν. Εἶναι πολὺ ἀνθρώπινα καὶ διαχρονικά. 
Πάντως ὁ ἑλληνικὸς λαὸς περιποιεῖται τοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων του καὶ προσπαθεῖ τακτικὰ νὰ τοὺς ἐπισκέπτεται. Αὐτὴ ἡ ἐξοικείωση μὲ τοὺς τάφους καὶ τὰ κοιμητήρια δείχνει τὴν ἀγάπη τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς κεκοιμημένους τους κι ἀκόμη τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ καὶ τὴ συνάντηση μὲ αὐτούς. Ἀκοῦμε πολλὲς φορὲς στὶς κηδεῖες ἀπὸ στόματα ἁπλῶν ἀνθρώπων αὐθόρμητους θρηνητικοὺς «διαλόγους» μὲ ἐπικλήσεις, παρακλήσεις γιὰ συγχώρεση, γιὰ συγγνώμη, γιὰ παραλήψεις καὶ ἀθετήσεις στὴ σχέση τους μὲ τὸν νεκρό, ὑπενθυμίσεις περιστατικῶν ποὺ βίωσαν ἀντάμα στὴν ἐδῶ ζωή, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν πίστη στὴν ἀθανασία καὶ στὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ πὼς συνεχίζεται καὶ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ἡ ζωντανὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία. 


Πολὺ ὄμορφά μας θυμίζει ὁ Γεώργιος Δροσίνης τὸ κομμάτι αὐτὸ τῆς πίστης μας καὶ μὲ ἕνα πραγματικὸ καλλιτέχνημα ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας, δίνοντας κουράγιο καὶ ἐλπίδα σ` αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται ἀγαπημένα πρόσωπα: 


Τί λοιπόν;


Τί λοιπόν; Τῆς ζωῆς μᾶς τὸ σύνορο
θὰ τὸ δείχνει ἕνα ὀρθὸ κυπαρίσσι;
Κι ἀπ' ὅ,τι εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε
τάφου γῆ θὰ μᾶς ἔχει χωρίσει;

Ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε,
τούτο μονο Ζωὴ μᾶς τὸ λέμε;
Κι αὐτὸ τρέμουμε μήπως τὸ χάσουμε
καὶ χαμένο στοὺς τάφους τὸ κλαῖμε;

Σ' ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε
τῆς ζωῆς μᾶς ὁ κόσμος τελειώνει;
Τίποτε ἄλλο; Στερνό μας ἀπόρριμμα
τὸ κορμὶ ποὺ σκορπιέται καὶ λιώνει;

Κάτι ἀνέγγιχτο, ἀνακουστο, ἀθώρητο
μήπως κάτω ἀπ' τοὺς τάφους ἀνθίζει
κι ὅ,τι μέσα μας κρύβεται ἀγνώριστο
μήπως πέρ' ἂπ' τὸ θάνατο ἀρχίζει;

Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα
γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα
κι ἀντὶ νὰ 'ρθει μιὰ νύχτα ἀξημέρωτη
ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα;

Μήπως εἲν' ἡ ἀλήθεια στὸ θάνατο
κι ἡ ζωὴ μήπως κρύβει τὴν πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πὼς ζεῖ μήπως πέθανε
κι εἲν' ἀθάνατο ο,τι ἔχει πεθάνει;

Κηδεία λοιπὸν ἢ ἀποκαΐδια; Φροντίδα ἢ περιφρόνηση στὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ; Σήμερα, ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο, ἀνάμεσα στὰ τόσα ἀναφυόμενα «μοδάτα» τραγικὰ καὶ ἀφύσικα καὶ παρὰ φύση φαινόμενα, τείνει νὰ καταστήσει ὡς μόδα καὶ τὸ κάψιμο τοῦ νεκροῦ. Νὰ γίνει ἀνίερη παράδοση ἡ καύση στὸ ὑλικὸ μέν, ἀλλὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ὑποστατικὰ μέρη τοῦ ὄντος ποὺ λέγεται ἄνθρωπος, στὸ σῶμα. Στὸ ἱερὸ αὐτὸ μέρος «τῆς ἁρμονικῆς συμφυίας μὲ τὴν ψυχή», ποὺ τὸν ὑπηρέτησε στὸ διάβα τῆς ζωῆς μὲ ἀπόλυτη ὑπακοή. Τοῦ ἔδωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὰ θελήματά του. Ἢ τὸν διακόνησε, γιὰ νὰ προκόψει στὴ ζωή, νὰ πετύχει στὰ ὄνειρά του. Νὰ ὑπηρετήσει τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸ Θεό του. Τοῦ προσφέρθηκε, τέλος πάντων, γιὰ νὰ ζήσει ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Καὶ ποὺ ὑπέστη ἐντέλει τὸ ἀποτέλεσμα τῆς φθαρτότητας καὶ ἀκολούθησε τὴ φυσική του κατάληξη, τὸ θάνατο. Ἀξίζει πραγματικὰ τέτοια μεταχείριση στὸ «δοχεῖο» τῆς ὑπάρξεώς μας; 
Ἂν πιστεύουμε πὼς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων εἶναι ἁγιασμένα καὶ προσφέρουν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σ` ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη γιὰ προσκύνηση, ἂν τὸ πιστεύουμε, τότε ἀποκλείεται παντελῶς τὸ δικαίωμα τῆς καύσης, διότι θὰ στερηθοῦμε ἀπὸ μόνοι μας αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα θὰ ἀμφισβητήσουμε τὴ δυνατότητα τοῦ ἁγιασμοῦ διὰ τῆς «καθόλου» μεθέξεως στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ θὰ εἶναι ὕβρις καὶ αὐτοπροαίρετος ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὴ σωτηρία.
Ὄχι. Ὄχι μὲ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἀπιστία. Ὄχι μὲ τὸ δαιμονικὸ καὶ ἁλυσιδωτὸ γκρέμισμα τῶν παραδόσεων, οἱ ὁποῖες στηρίζουν τὸ Γένος μᾶς αἰῶνες τώρα καὶ τοῦ δίνουν αὐτὴν τὴν ἰδιαίτερη δυναμική τῆς ὕπαρξής του καὶ τὴ λεβέντικη καὶ ἀξιοπρεπῆ στάση του ἀπέναντι στὰ θεμελιώδη γεγονότα τῆς ζωῆς. Ὄχι μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν ἀπαξίωση τοῦ ἀγαπημένου πλάσματος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι στὴν ἀνυπακοὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ σεβασμὸς στὴν εὐλογημένη κληροδοσιὰ τῶν Πατέρων μας. 

Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 5-7-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου